- προσείλημα
- προσείλημαwrappingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσείλημα — είματος, τὸ, Α 1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» σαρίκι, τουρμπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴλημα «κάλυμμα»] … Dictionary of Greek